ἑτεροκλινές

ἑτεροκλινές
ἑτεροκλινής
leaning to one side
masc/fem voc sg
ἑτεροκλινής
leaning to one side
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ετεροκλινής — ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, ές) αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών αρχ. κατηφορικός… …   Dictionary of Greek

  • σίδαιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἑτεροκλινές» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”